πλησιόχορος

πλησιόχορος
-ον, Α
βλ. πλησιόχωρος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πλησιόχωρος — η, ο / πλησιόχωρος και πλησιόχορος, ον, ΝΑ αυτός που βρίσκεται ή κατοικεί κοντά σε μια χώρα, γειτονικός, όμορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλησίος + χώρα (πρβλ. περί χωρος, στενό χωρος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”